μυκαρίς

μυκαρίς
μυκαρίς· νυκτερίς, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μυκαρίς — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νυκτερίς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μετασχηματισμένο τ. τής λ. νυκτερίς που συνδέεται με τα μυκτήρ, μύξα «βλέννα», ενώ κατ άλλους η λ. αποτελεί παρεφθαρμένη γραφή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”